δίπτερα

δίπτερα
δίπτερος
two-winged
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • δροσοφιλίδες — (drosophilidae). Οικογένεια κυκλορράφων δίπτερων εντόμων. To σώμα τους, που έχει μήκος κατά μέσο όρο 2 5 χιλιοστά, μοιάζει με αυτό της μύγας. Σε διάφορα είδη η κοιλιά παρουσιάζει έντονους χρωματισμούς. Το κεφάλι έχει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Двукрылые — Научная классификац …   Википедия

  • δίπτερος — I (dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ,… …   Dictionary of Greek

  • διπτερολογία — η κλάδος τής εντομολογίας που ασχολείται με τα δίπτερα έντομα …   Dictionary of Greek

  • δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθόκεντρος — ἐμπροσθόκεντρος, ον (Α) (για έντομα) αυτός που έχει μπροστά το κεντρί («τὰ δὲ δίπτερα ἐμπροσθόκεντρα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”